- νησομαχία
- νησομαχία, ἡ (Α)πλαστή λέξη τού Λουκιανού, για να δηλώσει μάχη που έγινε ανάμεσα σε νησιά τα οποία δήθεν έπλεαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μηλο-μαχία, μυομαχία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νησομαχίας — νησομαχίᾱς , νησομαχία island fight fem acc pl νησομαχίᾱς , νησομαχία island fight fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησομαχίαν — νησομαχίᾱν , νησομαχία island fight fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… … Dictionary of Greek